ρόδακα

ρόδακα
gül biçiminde süs, mücevher

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από …   Dictionary of Greek

  • ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του …   Dictionary of Greek

  • δροσερά — Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των δροσεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυή και ευδοκιμούν στις πολύ υγρές ή τελματώδεις περιοχές. Χαρακτηρίζονται από τα ειδικά φύλλα τους, που έχουν την ιδιότητα να προσελκύουν και να συλλαμβάνουν μικρά… …   Dictionary of Greek

  • μαρούλι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Lactuca sativa. Φέρει πολυάριθμα πλατιά ωοειδή φύλλα, τα κατώτερα από τα οποία σχηματίζουν παράρριζο ρόδακα, ενώ τα ανώτερα είναι πυκνά διατεταγμένα γύρω… …   Dictionary of Greek

  • πεντάνευρο — (πλαντάγο το μεγάλο). Φυτό της οικογένειας των πλανταγινιδών (δικοτυλήδονα), κοινότατο σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, κατά μήκος των δρόμων και των ρυακιών, γύρω από τα σπίτια κ.α. Ανθίζει από την άνοιξη έως και όλο το …   Dictionary of Greek

  • ροδόσταχυς — (rhodostachys). Φυτό μονοκοτυλήδονο της Νότιας Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των Βρομελιιδών, που αριθμεί 8 είδη. Είναι φυτά ποώδη, με φύλλα πριονωτά, που σχηματίζουν ρόδακα. Το είδος ρ. o πιτκαιρνόφυλλος της Χιλής, καλλιεργείται σε θερμοκήπια …   Dictionary of Greek

  • κοκκοφοίνικας — Φοινικόδεντρο της οικογένειας των φοινικιδών ή παλμιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κόκκος ο καρυοφόρος. Κατάγεται, πιθανώς, από την Ινδική χερσόνησο ή τα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και έχει διαδοθεί σχεδόν σε όλες… …   Dictionary of Greek

  • Πλανταγινίδες — (Plantaginaceae). Οικογένεια φυτών που αριθμεί 220 είδη, τα περισσότερα ιθαγενή της Νότιας Αμερικής. Είναι φυτά ποώδη ή μικρά φρύγανα, με φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα. Τα άνθη τους είναι πολύ μικρά, σε στάχια ή κεφάλια και ο καρπός τους σαν… …   Dictionary of Greek

  • άκανθος — Γένος φυτών της οικογένειας των ακανθιδών. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη, σκληρά, ύψους 0,60 1,50 μ., με μεγάλα φύλλα βάσης, που είναι λοβώδη, πτεροειδή και οδοντωτά. Από το κέντρο του ρόδακα των φύλλων υψώνεται στέλεχος, που φέρει στάχυ το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”